- ἐπιτέγειος
- ἐπιτέγειος, ον,A on the roof, Eust.878.37.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιτέγειος — ἐπιτέγειος, ον (Μ) αυτός που βρίσκεται πάνω στη στέγη. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + τέγος «στέγη»] … Dictionary of Greek
ἐπιτέγειος — on the roof masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)